-
1 θυμος
I.ὅ [θύω II]1) дыхание жизни, жизненное начало, жизнь, т.е. душа, духτὸν λίπε θ. Hom. — его оставила жизнь;
θυμὸν ἀποπνείων Hom. — испуская дух, т.е. умирая;ὀλίγος ἔτι θ. ἐνῆν Hom. — чуть теплилась (во мне) жизнь;θυμοῦ δευόμενοι Hom. — бездыханные (ягнята)2) воля, (горячее) желание, стремлениеθ. ἐστί или γίγνεταί μοι Her. — мне хочется, мне нравится;
ὠνέεσθαι τῶν φορτίων τῶν σφι ἦν θ. μάλιστα Her. — те из товаров, какие им больше всего хотелось купить;οἱ θ. ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι Hom. — дух его стремился (ему хотелось) стяжать славу;ἤθελε θυμῷ εἰσιδέειν φύλοπιν Hom. — (Ахилл) горячо желал увидеть сражение;ἐμοὴ αὐτῷ θ. ἐφορμᾶται πολεμίζειν Hom. — во мне самом кипит желание сразиться;βαλέειν ἑ ἵετο θ. Hom. — было страстное желание поразить его;ὥς σοι θ. Soph. — по твоему желанию, как тебе угодно3) потребность, голод, жажда, аппетит4) душа, сознаниеᾔδεε κατὰ θυμὸν ἀδελφεὸν ὡς ἐπονεῖτο Hom. — (Менелай) знал в душе (ясно сознавал), как взволнован брат;
λόγους θυμῷ βαλεῖν Aesch. — запечатлеть слова в памяти5) душа, чувства, мысли, образ мыслей, настроениеθ. πρόφρων Hom. — открытая душа, откровенность;
ἕνα θυμὸν ἔχειν Hom. — быть охваченным одними чувствами, чувствовать одно и то же;χαίρειν (ἐν) θυμῷ Hom. — внутренне радоваться;ἄλγος или ἄχος ἱκάνει θυμόν Hom. — печаль наполняет душу;ἄχνυτό σφιν θ. ἐνὴ στήθεσσιν Hom. — опечалилось у них сердце в груди;νεμεσιζέσθω ἐνὴ θυμῷ Hom. — пусть (каждый из ахейцев) вознегодует душой;τινὴ θυμὸν ἐνὴ στήθεσσιν ὀρίνειν Hom. — встревожить кому-л. душу;ἀπὸ θυμοῦ εἶναι Hom. — быть нелюбимым;δέος ἔμπεσε θυμῷ Hom. — страх проник в душу (Идоменея)6) смелость, отвага, мужество(μένος καὴ θ. Hom.)
θυμὸν λαμβάνειν Hom. — воспрянуть духом, собраться с мужеством;θυμὸν ἔχειν ἀγαθόν Her. — быть бодрым7) реже pl. гнев, злоба(μέγας Hom., NT.; ὀξύς Soph.; τῶν πρεσβυτέρων οἱ θυμοὴ ὀξεῖς μέν, ἀσθενεῖς δέ Arst.)
τὸν θυμὸν ἐπανάγειν Her. — возбуждать гнев;θυμὸν καταθέσθαι Arph. — унять (свой) гнев;ὅ οἶνος τοῦ θυμοῦ NT. — крепкое вино8) страсть (у Plat. «животная» часть души, τὸ ἐπιθυμητικόν, делилась на θ. страсть и ἐπιθυμία вожделение) Arst.II.(ῠ) ὅ [θύω I]1) (= θύμον См. θυμον) тимьян Plut.
См. также в других словарях:
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Βίτεκιντ ή Βίντουκιντ — (Wittekind ή Widukind, ; – 807 μ.Χ.).Ευγενής από τη Βεστφαλία, ηγέτης της αντίστασης των Σαξόνων εναντίον των κατακτητικών πολέμων του Καρλομάγνου. Η σπουδαιότερη πράξη του ήταν η εξόντωση ισχυρού στρατού που είχε σταλεί από τον Καρλομάγνο για να … Dictionary of Greek
Ρηνανία Βόρεια-Βεστφαλία — (Nordrhein Westfalen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας· συνορεύει στα Δ με την Ολλανδία και το Βέλγιο και ορίζεται από τα ομόσπονδα κράτη της Κάτω Σαξονίας στα Β και στα ΒΑ, της Έσσης στα ΝΑ και της Ρηνανίας… … Dictionary of Greek
PANTHER — Graece Πανθὴρ, Poetis pro Panthera, quasi Πανὸς θὴρ Panis fera, quia in deliciis Pani et Baccho, ut lynces et tigres: unde in scenis Veter. versatilibus semper ante Bacchi pedes, et inter satyricas vestes pantherina quoque pellis Polluci… … Hofmann J. Lexicon universale
Ουσιπέτες — Γερμανική φυλή, που έζησε στην περιοχή μεταξύ του ποταμού Λίπε και του κάτω Ρήνου. Το 56 π.Χ. ηττήθηκαν από τον Κονίσαρα και στα χρόνια του Βεσπασιανού, πήραν μέρος στην επίθεση κατά του Μογουντιακού (70 μ.Χ.). Αργότερα αναφέρονται ως Αλεμαννοί ή … Dictionary of Greek